- ἁγνοῦ
- ἁγνόςpuremasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἅγνου — ἄγνου , ἄγνος chaste tree fem gen sg ἄγνου , ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοῦ — ἀ̱γνοῦ , ἀγνέω imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἀγνέω pres imperat mp 2nd sg (attic) ἀγνέω imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁγνοῦ — Ἁγνώ fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνου — ἄγνος chaste tree fem gen sg ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
LUMINA — publici gaudii in dicium. Suet. de Caes. c. 37. Callici triumphi die ascendit Capitolium ad lumina, quadraginta elephantis dextrâ atque sinistrâ lychnuchos gestantibus. Quod triumphantibus in primis concessum, uti de Duillio, Cornificio, aliis,… … Hofmann J. Lexicon universale
PURA Manus — apud Senecam, Medeâ, Act. 5. v. 901. Vindicta levis est, quam ferunt purae manus: Est quae servat modum neque punit, nisi quos pium fasque est punire. Nempe Purae manus sunt eorum, qui parcunt, nec occidunt. Menelaus apud Euripid. Α῾γνὸς γάρ εἰμι … Hofmann J. Lexicon universale
Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… … Dictionary of Greek
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
παίδευμα — παίδευμα, τὸ (Α) [παιδεύω] 1. αυτός που εκπαιδεύεται, ο μαθητής, ο τρόφιμος («γεννήματα καὶ παιδεύματα θεῶν ὂντες», Πλάτ.) 2. (και τον πληθ. για ένα μόνο πρόσ.) δημιούργημα, ανάθρεμμα («Ιππόλυτος, αγνού Πιτθέως παιδεύματα», Ευρ.) 3. (για ζώα)… … Dictionary of Greek